- διθυραμβοποιητική
- η (Α διθυραμβοποιητική)η τέχνη τής σύνθεσης διθυράμβων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διθυραμβοποιητική — writing of dithyrambic poetry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβοποιία — η [διθυραμβοποιός] διθυραμβοποιητική … Dictionary of Greek